διαδεχόμενος

διαδεχόμενος
διαδέχομαι
receive one from another
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αειδιάδοχος — ἀειδιάδοχος, ον (Μ) ο διαρκώς διαδεχόμενος κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

  • Βυζάντιος — Επώνυμο λογίων του 18ου αι. 1. Γεράσιμος. Δίδαξε στη σχολή της Πάτμου, όπου διαδέχτηκε τον Μακάριο τον Πάτμιο, του οποίου υπήρξε μαθητής. Έγραψε πολλά γραμματικά και θεολογικά έργα. Αξιομνημόνευτα είναι η Ερμηνεία εις το Δ’ βιβλίον της… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Χόρας — (Horace Mann, Φράνκλιν, Μασαχουσέτη, 1796 – Γέλοου Σπρινγκς, Οχάιο 1859). Αμερικανός παιδαγωγός. Καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Κατάφερε ωστόσο να γίνει δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Μπράουν, απ’ όπου αποφοίτησε με διάκριση το 1819.… …   Dictionary of Greek

  • Μαξιμιλιανός — I (Maximilian). Όνομα αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (Νόισταντ Βιέννης 1459 – Βελς 1519). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους (1493 1519). Ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκου… …   Dictionary of Greek

  • ՓՈԽԱՆԱԿ — (ի, աւ.) NBH 2 0947 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c գ. ա. ὀ ἁντ’ ἅλλου vicarius. եւ նովին նշանակութեամբ՝ διάδοχος որպէս եւ փոխանակն բդեշխի՝ ἁνθύπατος, ανθυπατεύων proconsul. իտ. viceconsole. Փոխանորդ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՓՈԽԱՆՈՐԴ — (ի, եց.) NBH 2 0948 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 13c գ. διάδοχος, διαδεχόμενος . որպէս vicarius. Կարգեալն փոխան կամ փոխանակ այլոց. երկրորդն գլխաւորի. տեղակալ. տաղապահ. տեղը բռնօղ. ... *Որդիք դաւթի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”